πρωτάρικος

πρωτάρικος
-η, -ο, Ν [πρωτάρης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτάρη, ο χαρακτηριστικός τού πρωτάρη («πρωτάρικο φέρσιμο»)
2. αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα («πρωτάρικο κατσίκι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το πρωτάρικο
παιδί που γεννήθηκε από πρωτάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτάρικος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα μητέρα: Πρωτάρικο μοσχάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”